- ξένος
- Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής:
1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του οποίου εργάστηκε και ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ένας από τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Στη διάρκεια του Αγώνα συνεργάστηκε με τον συγγενή του Θεόδωρο.
2. Θεόδωρος. Αγωνιστής του ’21, πατέρας του λόγιου Στέφανου Ξ. από την Πάτμο και συγγενής του προηγούμενου. Σε συνεργασία με τον Εμμανουήλ Ξ. βοήθησε ποικιλοτρόπως την Επανάσταση, ιδιαίτερα δε παρέχοντας κάθε είδους εφόδια στον στρατό του Γεωργίου Καραϊσκάκη και τροφοδοτώντας τους πολιορκημένους του Μεσολογγίου.
* * *(I)-η, -ο (ΑΜ ξένος, -η, -ον, Α επικ. και ιων. τ. ξεῑνος, -η, -ον, αιολ. τ. ξέννος, -η, -ον, δωρ. τ. θηλ. ξένα)1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από άλλη χώρα, αλλοδαπός (α. «το νησί κάθε καλοκαίρι γεμίζει από ξένους» β. «ξένα προϊόντα» γ. «εὐδαιμονιζόμενος ὑπό τῶν πολιτῶν καὶ τῶν ἄλλων ξένων», Πλάτ.)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άλλον ή είναι κτήμα άλλου, αλλότριος (α. «ξένες υποθέσεις» β. «ξένα πράγματα» γ. «ξένοι δόμοι», Ευρ.)3. αυτός που έχει άγνοια για κάτι (α. «είμαι ξένος προς την υπόθεση» β. «ἁγὼ ξένος μὲν τοῡ λόγου τοῡδ' ἐξερῶ, ξένος δὲ τοῡ πραχθέντος», Σοφ.)4. το αρσ. ως ουσ. ο ξένοςκαλεσμένος, φιλοξενούμενος, μουσαφίρης (α. «έχουμε κάθε Κυριακή ξένους στο σπίτι» β. «ἵν' ὅμως τερπώμεθα πάντες, ξεινοδόκοι καὶ ξεῑνος», Ομ. Οδ.)5. το θηλ. ως ουσ. η ξένηη ξενιτιά, η αλλοδαπή («ἐπὶ ξένης καταβιοῡν», Φιλόδ.)νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει σε αλλοδαπούς («ξένες συνήθειες»)2. άσχετος, μη οικείος, αυτός που δεν σχετίζεται με κάποιον ή με κάτι (α. «ξένο σώμα» β. «εμπιστεύεται τα μυστικά της σε ξένους ανθρώπους»)3. άγνωστος («οι περισσότεροι που ήλθαν στη συνέλευση ήταν ξένοι για μένα»)4. αδιάφορος, ψυχρός («ήταν πάντα ξένος σε όλα τα προβλήματα μου»)5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξέναη ξενιτιά, η αλλοδαπή («θα φύγω, θα ξενιτευθώ, θα πάω μακριά στα ξένα», Πολίτ.)μσν.-αρχ.παράξενος, αλλόκοτος, ασυνήθιστος («πολλὰ τοιαῡτα ξένα καὶ ταῑς ὄψεσι καὶ ταῑς προσηγορίαις», Διόδ.)αρχ.το αρσ. ως ουσ.1. φίλος που φιλοξενείται, δηλαδή πολίτης άλλης πόλης με τον οποίο έχει κάποιος συνθήκη φιλοξενίας για τον εαυτό του και τους απογόνους του («ξεῑνοι δὲ... εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος», Ομ. Οδ.)2. αυτός που φιλοξενεί κάποιον3. κάθε απροστάτευτος περιπλανώμενος ή πρόσφυγας τον οποίο ο καθένας είχε υποχρέωση να υπερασπίζεται και ο οποίος είχε ως προστάτη τον ξένιο Δία4. (στη Σπάρτη) ο βάρβαρος5. αυτός που δουλεύει κοντά σε κάποιον με μισθό, μισθωτός6. στρατιώτης που υπηρετούσε σε άλλη πόλη με μισθό, μισθοφόρος («καὶ αἰτεῑ αὐτὸν εἰς δισχιλίους ξένους», Ξεν.)7. σύμμαχος8. (ως κλητ. προσφώνηση) ὦ ξεῑνεφίλε μου, αγαπητέ μου.επίρρ...ξένως (Α)1. με ασυνήθιστο, με παράδοξο τρόπο2. φρ. «ξένως ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως» — είμαι άπειρος με αυτόν τον τρόπο έκφρασης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το επίθ. ξένος (< *ξένFοs) συνδέεται σημασιολογικά με τα: γοτθ. gasts «φιλοξενούμενος» και «φιλοξενών» (πρβλ. αγγλ. guest), αρχ. σλαβ. gosti και λατ. hospēs, αλλά, παρά τη σημασιολογική συγγένεια τών τ., μορφολογικά κριτήρια δυσχεραίνουν την ανεπιφύλακτη ετυμολογική σύνδεση τους. Στην αττική διάλεκτο η σίγηση τού -F- από το σύμπλεγμα νF- γίνεται χωρίς αντέκταση (ξενFos, > ξένος), ενώ στην ιων. η αντέκταση δίνει -ει- (ξείνος) και στη δωρ, -η- (ξῆνος). Η αρχική σημ. τής λ. ξένος ήταν «φιλοξενούμενος» και «φιλοξενών», με την έννοια τού πολίτη άλλης πόλης με τον οποίο συνάπτει κάποιος συνθήκη φιλοξενίας (πρβλ. τη σημ. τού φίλος), που επικυρώνεται με αμοιβαία ανταλλαγή δώρων για τον εαυτό του και τους απογόνους του. Έτσι η σημ. τής λ. ξένος αποδίδεται και σ' αυτόν που φιλοξενεί και σ' αυτόν που φιλοξενείται. Στη συνέχεια, πιθ. λόγω τού φιλοξενούμενου προσώπου που ήταν πολίτης άλλης πόλης, η λέξη έλαβε τη σημ. «αλλοεθνής, αλλότριος» και στη στρατιωτική ορολογία τη σημ. «μισθοφόρος» και «σύμμαχος» λόγω φιλίας από φιλοξενία. Στη Νεοελληνική το επίθετο χρησιμοποιείται και με τη σημ. «άσχετος, μη οικείος, αδιάφορος, ψυχρός». Το επίθ., τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή ξεν(ο)- σε μεγάλο αριθμό συνθ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής.ΠΑΡ. ξενία, ξενίζω, ξενικός, ξενιτεύομαι, ξενών(ας), ξενώ(-ώνω)αρχ.ξενίδιον, ξένιος, ξενίς, ξενόεις, ξενοσύνη, ξενύδριον, ξενύλλιονμσν.ξενάλια, ξενιάζω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ξεναγέτης, ξεναγός, ξενηλατώ, ξενοδόχος, ξενοκρατούμαι, ξενομανής, ξενοπρεπής, ξενόφιλος, ξενόφωνος·, αρχ. ξεναγωγός, ξεναπάτης, ξενηδόκος, ξενηλόγιον, ξενοβόρος, ξενοδαΐκτης, ξενοδαίτης, ξενοδίκαι, ξενοδόκος, ξενοδώτης, ξενοθάνατος, ξενόθηλυς, ξενοθρέπτης, ξενοκαδής, ξενοκρίτης, ξενοκτόνος, ξενολεκτώ, ξενολόγος, ξενοπαγής, ξενοπαθώ, ξενοπρόσωπος, ξενορρυής, ξενοσσόος, ξενόστασις, ξενόστομος, ξενότιμος, ξενοτόκος, ξενοφόνος, ξενοφύλαξ, ξενοχαρής, ξενώνυμοςαρχ.-μσν.ξενήκουστος, ξενοθυτώ, ξενοπολίτης, ξενοτάφιον, ξενοτρόφοςμσν.ξενοδεκτώ, ξενοκομείον, ξενοκουρίτης, ξενοποικιλόπτερος, ξενόπτερος, ξενόσπορος, ξενότελος, ξενουργώ, ξενοφυής, ξενοχειροτόνητος,ξενόχροοςμσν.- νεοελλ.ξενότροπος, ξενοφανήςνεοελλ.ξενοβλάστες, ξενογαμία, ξενογένεση, ξενόγλωσσος, ξενοδιαγνωστική, ξενοδουλεύω, ξενόδουλος, ξενοθάβομαι, ξενοκίνητος, ξενοκληρία, ξενοκοιμάμαι> ξενοκρατία, ξενολάτρης, ξενολόγημα, ξενομερίτης, ξενόμορφος, ξενοπαρασιτισμός, ξενοπλανημένος, ξενοπλαστικός, ξενοπλένω, ξενόπους, ξενοπτερύγιο, ξενοράβω, ξενόρρυγχος, ξενοτροπία, ξενόφερτος, ξενοφιλεύω, ξενοφοδία, ξενόφοδος. (Β συνθετικό) άξενος, απόξενος, αφιλόξενος, μισόξενος, παράξενος,πρόξενος, φιλόξενοςαρχ.αλιτόξενος, απρόξενος, αστόξενος, αστύξενος, διειρωνόξενος, δορύξενος, δύσξενος, εθελοπρόξενος, επίξενος, εύξενος, εχθρόξενος, θεμίξενος, ιδιόξενος, ισοπρόξενος, κακόξενος, μητρόξενος, πάγξενος, πολύξενος, φυγόξενοςνεοελλ.αντιπρόξενος, αρχιπρόξενος, γεροπαράξενος, πεντάξενος, τερμιτόξενος, υποπρόξενος].————————(II)οεντομολ. ο τρύγγος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenos < ξένος].
Dictionary of Greek. 2013.